- κλῶστρα
- κλῶστρονvermiculusneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλώστης — ο, θηλ. κλώστρ(ι)α (Α κλωστής, Μ κλώστης, θηλ. κλώστρα) [κλώθω] (το αρσ. και θηλ.) ο κλώστης ή η κλώστρα εργαλείο νηματουργίας, αδράχτι νεοελλ. 1. τεχνίτης που φτ(ε)ιάχνει νήματα σε κλωστοϋφαντουργείο 2. το θηλ. η κλώστρια η κλωστική μηχανή… … Dictionary of Greek
κλώστρ(ι)α — η (Μ κλώστρα) βλ. κλώστης … Dictionary of Greek
Σβέερτς, Μισαέλ — (Sweerts). Φλαμανδός ζωγράφος και χαράκτης (Βρυξέλλες 1624 Γκόα, Ινδία 1664). Από το 1646 ως το 1656 περίπου βρισκόταν στη Ρώμη, όπου είχε σχέσεις με μια ομάδα που καλλιεργούσε ακόμα την παράδοση του Καραβάτζιο, από το βαν Λάαρ ως τον Τσερκότσι.… … Dictionary of Greek
κλώστης — ο θηλ. κλώστρια και κλώστρα εργάτης κλωστηρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)